- τροχασμός
- ογρήγορος βηματισμός αλόγου μεταξύ βαδίσματος και καλπασμού, τροτ, τροκ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τροχασμός — ο, ΝΜΑ [τροχάζω] νεοελλ. ταχύς βηματισμός αλόγου και, ειδικότερα, βηματισμός πιο γρήγορος από το βάδην και πιο αργός από τον καλπασμό, κν. τροκ. || (μσν. αρχ.) (κατά τον Ησύχ.) δρόμος ταχύτητας … Dictionary of Greek
τροχασμοῖς — τροχασμός course masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχασμόν — τροχασμός course masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
πλαγιοτροχασμός — ο, Ν (για άλογο) γρήγορος βηματισμός που εκτελείται σε δύο χρόνους και κατά τον οποίο το άλογο σηκώνει εναλλάξ τα σύστοιχα πόδια, δηλ. το πρόσθιο και το οπίσθιο, ενώ ταυτόχρονα πατάει τα άλλα δύο πόδια του στο έδαφος, ο πλαγιοδιποδισμός, κν.… … Dictionary of Greek
τροτ — και τροκ, το, Ν άκλ. (για ιππασία) τροχασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. trot < trotter «καλπάζω, τριποδίζω»] … Dictionary of Greek
ψευδοτροχασμός — ο, Ν ελαττωματικός βηματισμός ίππου που καλπάζει με τα μπροστινά πόδια και τροχάζει με τα πισινά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + τροχασμός (< τροχάζω)] … Dictionary of Greek